- καλαμώ
- καλαμῶ, -όω (Α)βλ. καλαμώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλάμω — κάλαμος reed masc nom/voc/acc dual κάλαμος reed masc gen sg (doric aeolic) καλαμόω bind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) καλαμόω bind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάμῳ — κάλαμος reed masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάμωι — καλάμῳ , κάλαμος reed masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HARUNDO — coronamentum apud poetas fluviorum: Hos enim ii iacentes, nudos, canâ barbâ, multumqueve promissâ, μυρίκην ἢ καλάμην ἐςτεφανωμεν´ους, myricâ aut harundine coronatos, fingebant, reste Dione Chrysostomo. Quâ ipsâ proin coronâ Tybrim donat Virg. Aen … Hofmann J. Lexicon universale
HYSSOPI fasciculus — quâ aspergantur aedium postes et superliminaria, in agni sanguine tingi iubentur Exod. c. 12. v. 7. Ita Lev. c. 14. v. 6. et 7. ex cedro, coccino et hyssopo fit aspergillum, quo in aquam, et immolati pasleris sanguinem immerso, leprosus… … Hofmann J. Lexicon universale
καλαμωτός — ή, ό (Μ καλαμωτός, ή, όν) [καλαμώ] νεοελλ. 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμια, ο καλαμένιος («καλαμωτή καλύβα») 2. το θηλ. ως ουσ. η καλαμωτή α) πλέγμα από καλάμια, το οποίο περιβάλλει, περιζώνει κάτι β) καλαμένιος φράκτης κήπων που… … Dictionary of Greek
καλαμώνω — (AM καλαμῶ, όω) [κάλαμος] 1. (κυρίως για κάταγμα τού σκέλους ή τού βραχίονα) περιζώνω, περιδένω με καλάμια 2. (για σιτηρά) (στην αρχ. ως παθ.) αποκτώ, σχηματίζω καλάμι (α. «ἅμα τῷ καλαμοῡσθαι», Θεόφρ. β. «τα κριθάρια αρχίζουν να καλαμώνουν»)… … Dictionary of Greek
προεμπνέω — Α [ἐμπνέω] φυσώ πρώτος μέσα σε κάτι («διδάσκει αὐλητής... αὐτὸς προεμπνέων τῷ καλάμῳ τὸ μέλος», Ιμέρ.) … Dictionary of Greek
ύλημα — ήματος, τὸ, Α θάμνος, χαμόκλαδο, ιδίως ως περιληπτική ονομασία τών φυτών που κατατάσσονται μεταξύ θάμνων και βοτάνων («ἐν δὲ τοῑς θαμνώδεσι καὶ ὅλως τοῑς κλήμασιν οἷον καλάμῳ τε καὶ νάρθηκι καὶ τοιούτοις εἰσίν», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + κατάλ … Dictionary of Greek